- σελλίνι(ο)
- το, Νβλ. σελίνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σελίνι — και σελλίνι(ο), το, Ν 1. νομισματική μονάδα διαφόρων χωρών, όπως λ.χ. τής Αυστρίας και τής Τανζανίας 2. παλαιότερη υποδιαίρεση τής αγγλικής λίρας, προτού αυτή υποδιαιρεθεί σε 100 πέννες, που ισοδυναμούσε με το 1/20 τής αξίας της. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek